περιβολῶν

περιβολῶν
περιβολή
covering
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιβόλων — περίβολος compassing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • оградъ — ОГРАД|Ъ (66), А с. 1.Ограда, стена; огороженное место: повелѣваѥть бо… мнихы иконы въ рꙊкахъ при˫ати, и сихъ носити выспрь. и по всемѹ ходити ѡградѹ манастырьскомѹ. (τὸν… περίπολον) ЖФСт к. XII, 117 об.; цр҃квь же Соломонъ посредѣ града создавъ…… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • въноутрь — (255) нар. и предл. I. Нар. 1. Внутрь; в середину, в пределы: вънѹтрь въ цр҃квь въводити ЖФСт XII, 86; не въведени˫а бо ради вънѹтрь скотѩть. (ἔνδον) КЕ XII, 66а; понеже ѥдиною въшедшю недугѹ внѹтрь. и телеса огньнымь образомь. поѩдающу. КР 1284 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обложениѥ — ОБЛОЖЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Стена, ограда: ˫Ако не подобаѥть вънѹтрь цр҃квьныихъ обложении. кърчьмьниць. или брашьньны˫а образы прѣдълагати. или ина прода˫аниѧ творити. (τῶν... περιβόλων) КЕ XII, 63б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ограда — ОГРАД|А (18), Ы с. 1.Ограда, стена: окр(с)ть трапезы ограда. КВ к. XIV, 314в; здѣлаимъ села наша… положимъ ограду тверду. (φραγμούς) ФСт XIV/XV, 73г. 2. Огороженное место; загон: ла˫а бо льстивыи львъ въ ѡградѣ своѥи. и лѧчеть намъ сѣти и ловитвы …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LOCUSTAE — Hebr. chagabim dictae; quia, cum turmatim volant, Solis lumini velum videntur obtendere, ab Arab. chagaba, quod velare est, Imo non Solem tantum multitudine suâ obumbrant, sed et Lunam, cum noctu volant, mortalium visui subducunt, Ioël. c. 2. v.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”